- αεροδιάδρομος
- οο οριοθετημένος εναέριος χώρος στον οποίο κινούνται τα αεροσκάφη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροδιάδρομος — ο (Αεροπ.) διάδρομος στον χώρο, ορισμένος οριζοντιογραφικά και υψομετρικά, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκάφους είναι ελεγχόμενη … Dictionary of Greek
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek